Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

1944, Χορτιάτης.. _4_


Συνέχεια των αναρτήσεων:


********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

Συνέχισε να προχωράει στο μονοπάτι, έχοντας καρφωμένα τα μάτια της στις γυναίκες που όλο και περισσότερο ξεμάκρυναν και την τραβούσαν σαν μαγνήτης να συνεχίσει την πορεία μέσα στο βουνό, χωρίς να γνωρίζει που πηγαίνει. Κάποια στιγμή χάθηκαν από τα μάτια της, είχαν απομακρυνθεί πολύ, δεν τις έβλεπε πια, ένα σφίξιμο στην καρδιά και ξανά την τύλιξε ο φόβος. Εν τω μεταξύ άρχισε πάλι το σφαιροκόπημα, βροχή οι σφαίρες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους, χάνονταν στο χώμα μπροστά τους και έσβηναν εκεί, κι αυτά προχωρούσαν μέσα σ'αυτό τον καταιγισμό χωρίς να τ'αγγίξει ούτε μια σφαίρα, λες και γύρω τους χαλούσαν τον κόσμο πυροτεχνήματα και όχι σφαίρες που σκότωναν.
Συγχρόνως άρχισε να πετάει από πάνω τους και αεροπλάνο που έριχνε και σκότωνε αυτούς που σκορπίστηκαν στο βουνό να σωθούν.
Έπρεπε πια να δύει ο ήλιος και τα τρία ορφανά βάδιζαν το ατέλειωτο μονοπάτι μέσα στο βουνό, νηστικά, ταλαιπωρημένα, διψασμένα, φοβισμένα στο άγνωστο. Ξαφνικά, βλέπει από μακριά ένα μαύρο σημάδι να κινείται να προχωράει και να τους πλησιάζει. Αναγνωρίζει μια γριούλα γειτόνισσα, κοντά εκατοχρονίτισσα. "Που πας κοριτσάκι μου με τ'αδελφάκια σου;" "Δεν ξέρω γιαγιά, το μπαμπά και τη μαμά τους σκότωσαν, δεν ξέρω που πηγαίνω." "Ελάτε μαζί μου." Συνέχισαν το δρόμο με προστάτη τώρα πια αυτή τη γιαγιούλα, έπειτα από τόσες ώρες αφότου οι φυσικοί προστάτες έπεσαν νεκροί από τα βόλια του δολοφόνου.
Η γιαγιά βάδιζε μπροστά ακουμπώντας σ'ένα ξύλο για ραβδί και μόλις άκουγε το αεροπλάνο να πλησιάζει άπλωνε τα χέρια λέγοντας "Πέστε κάτω, μπρούμυτα στο χώμα, εδώ κοντά μου", γονάτιζε κι η ίδια σκύβοντας το γέρικο κεφαλάκι της, μουρμουρίζοντας κάποια προσευχή σταυροκοπούμενη. Μόλις περνούσε ο κίνδυνος σηκωνόταν "Άντα παιδάκια μου, ξεκινάμε." Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές, ώσπου νύχτωσε.
Βγήκε το φεγγάρι κι ακόμα βάδιζαν, ο μικρός Αλέκος θρονιασμένος στην αγκαλιά της αδελφής του έπαψε να ζητάει "μαμ, μαμά, μαμ", εξαντλημένο από την πείνα δεν είχε δύναμη να γκρινιάξει, αντίθετα ο μικρός Γιωργάκης που βάδιζε δίπλα της κλαψούριζε και ζητούσε να φάει.
Περνούσαν μέσα από αμπέλια φορτωμένα σταφύλια, χιμούσε ο μικρός, έκοβε τσαμπιά, γέμιζε την αγκαλιά του και δεν χόρταινε να κόβει. Η Τούλα τον μάλωνε, άπλωνε το χέρι και του τα πετούσε κάτω, λέγοντάς του να προχωράει και να μην αγγίζει τα σταφύλια. Ο μικρός κλαίγοντας έσκυβε τα μάζευε κι έκοβε κι άλλα και πάλι η Τούλα τα πετούσε κάτω. "Κι εγώ πεινάω, αλλά δεν πρέπει, δεν είναι δικά μας, είναι ξένα, θα μας μαλώσουν."
Ποιος θα μάλωνε τρία μικρά πεινασμένα, μέσα σ'αυτό το χαλασμό; Ο πατέρας τους είχε μάθει πως δεν πρέπει ν'αγγίζουν ξένα πράγματα. Αν μας δει ο νοικοκύρης; και προπάντος, αν μας δει ο μπαμπάς; Δεν γινόταν μέσα σε μια μέρα να πιστέψει, να παραδεχτεί, να το εμπεδώσει, ότι μπαμπάς δεν υπάρχει. Θυμάται πως η γιαγιά κάποια στιγμή έβγαλε ένα μικρό κομματάκι ψωμί από την τσέπη της, μικρό μια μπουκιά, το έκοψε σε τρεις μικρότερες μπουκιές και ήταν το μοναδικό που φάγανε εκείνη την ημέρα. Τέλος έφθασαν νύχτα πια σ'ένα αμπέλι, όπου μέσα στην καλύβα ήταν ο νοικοκύρης του αμπελιού με την οικογένειά του, γυναίκα και δυο παιδιά, γείτονες κι αυτοί. Η γιαγιά εμπιστεύτηκε τα ορφανά σ'αυτούς τους ανθρώπους και χάθηκε, δεν την ξαναείδε η Τούλα.
Το ζευγάρι λοιπόν αυτό, δεν έδειξε καμιά συγκίνηση από το δράμα των παιδιών, τ'άφησαν να στέκουν έξω από την καλύβα μέσα στη νύχτα χωρίς να τα πλησιάσουν, να δείξουν λίγη συμπάθεια, συμπόνια, λίγη στοργή που τόσο την είχαν ανάγκη. Κάτι κουβέντιασαν μεταξύ τους και βγαίνοντας η γυναίκα από την καλύβα είπε στη μικρή "Δεν χωράει εδώ να κοιμηθείτε, πηγαίνετε αντίκρυ στον αχυρώνα, έχει κι άλλους εκεί, κι το πρωί ελάτε πάλι εδώ."
Κίνησαν λοιπόν μέσα στη νύχτα, τρέμοντας από φόβο, σκυλιά γάβγιζαν, τσακάλια ούρλιαζαν ψηλά στο βουνό, πέρασαν ένα μικρό ξύλινο γεφυράκι κι έφτασαν στον αχυρώνα. Εκεί κατέφυγαν πολλοί για να σωθούν, γεμάτο ο αχυρώνας, αλλά κι αρκετοί απ'έξω. Κάποιες γυναίκες αναγνώρισαν τα τρία παιδιά κι άρχισαν οι ερωτήσεις κι οι απορίες, πως βρέθηκαν εκεί μόνα; που είναι οι γονείς; τι έγινε; κλπ. Κάποια γυναίκα θέλησε να πάρει το μωρό για να την ξεκουράσει, αλλά που να τ'αφήσει η Τούλα! Έγειραν στο χώμα εξουθενωμένα και παραδόθηκαν στον ύπνο.
Το πρωί σηκώθηκαν και κίνησαν πάλι για το αμπέλι, υπάκουη η μικρή στα λόγια της γυναίκας, να πάνε πάλι εκεί. Όταν όμως έφτασαν, είδαν την οικογένεια έτοιμη να φύγει, είχαν αμπαλάρει τα λίγα πράγματα που είχαν, ίσως κάποια τρόφιμα, κλπ. Άκουσε τη γυναίκα να της λέει "Εμείς θα πάμε κατά κάτι μακριά σ'άλλο χωράφι, εσείς δεν μπορείτε να 'ρθείτε. Καθίστε εδώ κι εμείς το βράδυ θα έρθουμε πάλι."
Κίνησαν κι έφυγαν, αφήνοντας τα ορφανά μόνα, χωρίς ούτε μια μπουκιά ψωμί να δώσουν στα πεινασμένα, χωρίς ένα βλέμμα να ρίξουν πίσω τους. Η καρδιά της Τούλας σφίχτηκε πάλι, την τύλιξε ο φόβος της μοναξιάς!


ΜΙΑ ΡΟΓΑ ΣΤΑΦΥΛΙ
Κάθισε κάτω με τα παιδιά με σταματημένο μυαλό, με το βλέμμα απλανές. Οι ώρες περνούσαν, ο ήλιος μεσουράνησε, η πείνα και η δίψα τα θέριζε, η αντοχή εξαντλήθηκε, κι έτσι, τόλμησε η Τούλα κι άπλωσε το χέρι. Εμπρός τους βρισκόταν το αμπέλι φορτωμένο σταφύλια, τα τσαμπιά από το βάρος ακουμπούσαν στο χώμα. Άπλωσε λοιπόν κι έκοψε μια ρόγα για τον καθένα, μία για το μωρό που την έφαγε με βουλιμία, μία για το Γιωργάκη και μία για τον εαυτό της. Κι αυτό όχι χωρίς φόβο, νόμιζε πως θα γυρίσουν το βράδυ και θα καταλάβουν ότι λείπουν οι τρεις ρόγες!
Ο ήλιος τα χτυπούσε κατακέφαλα και τα ζάλιζε, αλλά δεν τόλμησε να μουν στην καλύβα, μη την μαλώσουν. Νύχτωσε κι ακόμα περίμενε να γυρίσουν όπως της υποσχέθηκαν, μάταια όμως, δεν ξαναφάνηκαν ποτέ.
Όταν ο φόβος της νύχτας και τα ουρλιαχτά των τσακαλιών έφεραν τρόμο και πανικό, πήραν πάλι το δρόμο για τον αχυρώνα. Η επόμενη μέρα πέρασε εκεί. Κατά το απόγευμα ξαφνικά κάποιος φωνάζει "Ανεβαίνουν πάλι γερμανικά τζιπ στο χωριό, πάμε πιο ψηλά." Κίνησαν όλοι βιαστικά να απομακρυνθούν σε πιο ασφαλές μέρος. Ακολούθησαν και τα παιδιά. Έπειτα από αρκετή ώρα όπως βάδιζαν όλοι πανικόβλητοι, βλέπει η Τούλα σ'ένα χωράφι θερισμένο να κάθονται δύο άνδρες. Αναγνωρίζει στον ένα το θείο Χρήστο, τον άντρα της θείας Κατίνας. Πετάχτηκε επάνω ρωτώντας συγχρόνως να μάθει, από την προηγούμενη ημέρα έψαχνε απεγνωσμένα να βγει τη γυναίκα και το παιδί του. Η Τούλα αναγκαστικά έγινε 'άγγελος κακών'. Ιστόρησε τη συμφορά που τους βρήκε. Η απελπισία του ήταν απερίγραπτη. Κίνησαν μαζί του μια πορεία μέσα στο βουνό για ώρες, ήταν η τρίτη μέρα της καταστροφής και ούτε μπουκιά ψωμί, ούτε νερό. κατά το απόγευμα καθώς περνούσαν ένα ύψωμα, βλέπουν μέσα σε μια ρεματιά κάμποσα άτομα, και, ω, του θαύματος, μία γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό του, τον 14ων μηνών Παναγιωτάκη. Χίμηξε, το άρπαξε, το έσφιγγε στην αγκαλιά του ξεσπώντας σε λυγμούς, σε σπαρακτικό κλάμα Εκεί λοιπόν έμαθαν πως βρέθηκε ζωντανό το μωρό. Καθώς είπαμε, ο φονιάς χτύπησε πισώπλατα τη θεία Κατίνα, τη στιγμή που εκείνη κάθισε κάτω και το θήλαζε, τα χέρια έμειναν σφιχτά δεμένα γύρω από το κορμάκι του, πάγωσαν, κοκάλωσαν και το μωρό δεν ξέφυγε από την αγκαλιά της, να απομακρυνθεί, να κατρακυλήσει στη ρεματιά και να σκοτωθεί ίσως. Ακόμα και νεκρή, το προστάτευε η μανούλα του! Έμεινε έτσι ένα μερόνυχτο μόνο με τη νεκρή μάνα. Κατά το απόγευμα της άλλης ημέρας περνούσαν αυτοί οι άνθρωποι από εκεί, κυνηγημένοι να κρυφτούν μακριά, είδαν τα πτώματα και το κλάμα του μωρού τους σταμάτησε. Για να το βγάλουν από τα χέρια της αναγκάστηκε ένας άντρας να τραβήξει με δύναμη και να σπάσει τις κλειδώσεις των χεριών της.
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
[συνεχίζεται]
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

4 σχόλια:

  1. Μπράβο που το συνεχίζεις,μου έλειψες.Ελπίζω να είσαι καλά και η μαμά σου το ίδιο,να της λες συνέχεια πόσο την αγαπάς...εγώ την έχασα σε τροχαίο πολύ νέα και μου λείπει πολύ..είναι ο μόνος άνθρωπος που σε στηρίζει χωρίς αντάλλαγμα σ'αυτή τη ζωή και σ΄αγαπάει..ανυπομονώ να διαβάσω τη συνέχει από το υπέροχο διήγημα της θείας σου... Πολλά φιλιά,Όλγα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Όλγα μου! Πάντα διαβάζεις τη συνέχεια.. Ευχαριστώ!!
      Πόσο δίκιο έχεις.. και πόσο λυπηρό να την έχεις χάσει τόσο ξαφνικά και άδικα!! ΜΑΝΑ είναι μόνο μία!! αυτά που λες σκέφτομαι κι εγώ και δεν την αφήνω απ'τα μάτια μου!!

      Διαγραφή
  2. Νάξερες πώς περίμενα τη συνέχεια του Χορτιάτη..... Μπράβο σου που το συνεχίζεις, σ' ευχαριστώ.....
    Φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Περίμενα πως και πως τη συνέχεια!!!!να σαι καλά!!!!φιλιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...