Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

1944, Χορτιάτης.. _2_

Συνέχεια της ανάρτησης:


********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

Η Τούλα με την οικογένειά της έφυγαν προς το βουνό για να σωθούν. Σε κάποια στροφή του μονοπατιού, ο πατέρας σταμάτησε και κάθισε κάτω, "Δεν μπορώ άλλο Μαρία, δε με παν τα πόδια". "Καλά Βασίλη μου, ξεκουράσου και αν μπορέσεις συνεχίζουμε". Ο πατέρας κάθεται κάτω με σκυμμένο κεφάλι, τα μάτια θολά, η φωνή δε βγαίνει. Σε λίγο φαίνονται στο μονοπάτι τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του με τις οικογένειές τους, "Εμείς πάμε πέρα στη Δαμασκηνιά". Ο πατέρας με σιγανή και επίμονη φωνή λέει στη μητέρα, "Μαρία, πάρε τα παιδιά και πήγαινε μαζί τους". "Όχι Βασίλη, δεν σ'αφήνω μόνο, εδώ μαζί κοντά σου, ό,τι πάθουμε να το πάθουμε όλοι μαζί". Η στοργή και η αγάπη της υπαγόρευσαν να πει αυτά τα λόγια, γιατί ούτε τα παιδιά της ήθελε ν'αποχωρισθεί ούτε τον άντρα της να εγκαταλείψει.
Αν ζούσε το μουλαράκι! γιατί άραγε χάθηκε μόλις μια βδομάδα πριν; αν ζούσε θα μπορούσε να κουβαλήσει τον άρρωστο πατέρα ως τη Δαμασκηνιά, όπου σώθηκαν όλοι όσοι πήγαν εκεί. Ίσως γι'αυτό η μητέρα το έκλαψε τόσο πολύ.
Το μονοπάτι ερήμωσε, όσοι πέρασαν χάθηκαν μέσα στο βουνό. Και μένει μόνη η παρέα των έξι μεγάλων με τα δέκα παιδιά. Νοιώθουν γύρω τους ησυχία και ερημία, το μέρος δεν τους τρομάζει, δεν τους είναι άγνωστο. "Ε, καλά είμαστε εδώ, ας μείνουμε για λίγο και βλέπουμε".
Τα παιδιά παίζουν ξένοιαστα και χαρούμενα, δεν καταλαβαίνουν τι κίνδυνος τα απειλεί. Ξαφνικά, τα γέλια και οι φωνές παγώνουν. Ακούγονται πυροβολισμοί, οι σφαίρες σφυρίζοντας δαιμονιωδώς φθάνουν ως τα πόδια τους και σβήνουν στο χώμα. Μόλις που προλαβαίνουν τα παιδιά να τρέξουν κοντά στους μεγάλους. Η γιαγιά όμως όρθια στο ύψωμα αψηφώντας τον καταιγισμό των σφαιρών κοιτάει προς το χωριό. "Μάνα πέσε κάτω, θα σκοτωθείς". "Το σπίτι, το σιτάρι, το καλαμπόκι, θα μας τα πάρουν, πρέπει να πάω". Η γιαγιά δεν ακούει τα παρακάλια, κατρακυλάει την πλαγιά και χάνεται στα μάτια τους. Η αρχή του τέλος, δεν θα ξαναειδωθούν πια!

Πόση ώρα πέρασε από το φευγιό της γιαγιάς, άγνωστο. Μικροί μεγάλοι τώρα σιωπηλοί με τον τρόμο στην καρδιά, οι σφαίρες σχίζουν τον αέρα. Ξάφνου, ακούγεται μια άγνωστη φωνή, έρχεται από το πάνω μέρος της ρεματιάς, "Ε, εσείς εκεί κάτω, ανεβείτε πάνω, μη φοβάστε, δυο λόγια θα σας πω και θα φύγετε". Η βουβαμάρα που ακολουθεί είναι απερίγραπτη, νοιώθουν όλοι το βάρος της μέσα τους, τους κόβεται η ανάσα, τρέμουν όλοι σύγκορμα. Η φωνή ξανακούγεται πιο έντονη τώρα και πιο ανυπόμονη, "Δεν ακούτε τι σας λέω; Ανεβείτε πάνω, δυο λόγια θα σας πω και θα φύγετε".
Πρώτος κινάει ο πατέρας, ανεβαίνει την όχθη της ρεματιάς, σχεδόν μπουσουλώντας, κοντά του ο Κωστάκης, πίσω οι μάνες με τα παιδιά, τελευταία η μητέρα με το μικρότερο αγκαλιά, τον 22 μηνών Αλέκο και δίπλα της κρατώντας την από τη φούστα η Τούλα που κρατάει απ'το χεράκι τον μικρό Γιωργάκη. Μια σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον, ανεβαίνουν σκυφτοί, σαν τα πρόβατα επί σφαγή.
Φθάνοντας ο πατέρας πρώτος μπροστά του δέχεται αμέσως μια σφαίρα στον κρόταφο και πέφτει άπνους, ακούγονται αμέσως κλάματα και σπαραχτικές φωνές των παιδιών.
Η μητέρα με τα παιδιά της ανεβαίνει ακόμη, δεν βλέπουν τι γίνεται επάνω, ακούνε μόνο τις φωνές. Η Τούλα τρέμει σύγκορμη, ο τρόμος την έχει παραλύσει, "Τι θα μας κάνει μαμάκα μου αυτός; γιατί κλαίνε τα παιδιά;". "Σώπα κοριτσάκι μου, δεν ξέρω τι θα μας κάνει, σώπα". Χωρίς χρονοτριβή ο δήμιος σκοτώνει μία μία τις μανούλες κι αφήνει ορφανά τα παιδιά.
Η θεία Χρυσούλα αφήνει τρία κοριτσάκια, το μικρότερο νεογέννητο, το παίρνει αγκαλιά το μεγαλύτερο και γίνεται η μανούλα του.
Η θεία Λεωνόρα αφήνει τη μικρή Ευανθούλα, το αγοράκι που κρατούσε αγκαλιά το πήρε μαζί της, γιατί η σφαίρα που έπεσε επάνω της πέρασε πρώτα από το λαιμό του παιδιού.
Η θεία Κατίνα αφήνει το 14ων μηνών μωρό της, τον Παναγιωτάκη. Φαίνεται πως την ώρα του κακού, εκείνη αστραπιαία κάθισε κάτω και έβγαλε να θηλάσει το μωρό, ίσως ήλπισε πως το ανθρωπόμορφο τέρας θα θυμόταν το γάλα της μάνας του, θα σεβόταν κάποια εικόνα. Αμ δε! Τίποτα! Καμία χορδή δεν χτύπησε μέσα του, ούτε καν τον συγκίνησε αυτή η ιερή στιγμή που η μωρομάνα δίνει μέσα από τα σπλάχνα της τροφή και ζωή στο παιδί της. Την χτυπάει πισώπλατα και μένει έτσι, νεκρή, ακίνητη, κρατώντας σφιχτά το μωρό της που ανίδεο εξακολουθούσε να πίνει το γάλα της μανούλας του.
Τέλος φθάνει και η μητέρα επάνω όπου περιμένει ανυπόμονα ο χάρος. Η Τούλα βλέπει ένα όπλο στραμμένο κατά πάνω τους, η μαύρη κάνη του καπνίζει ακόμα από τις σφαίρες που ξέρασε πριν λίγο. Σημαδεύει τη μητέρα και μόλις εκείνη σήκωσε το κεφάλι να τον αντικρίσει, πατάει τη σκανδάλη, δέχεται τη σφαίρα πάνω από το αριστερό αυτί, απότομα ανοίγει τα χέρια, ο μικρός Αλέκος πέφτει κάτω, η μητέρα πέφτοντας προς τα δεξιά αρπάχτηκε από κάτι χαμόκλαδα, χρειάστηκαν κάποια δευτερόλεπτα για να φύγει η ζωή από μέσα της. Τα δυο αδελφάκια της Τούλας τρομάζουν τόσο πολύ που κλαίνε γοερά, μα και η Τούλα τρομοκρατείται το ίδιο. Βρίσκει το θάρρος και ζητάει το λόγο από το φονιά, "Γιατί! Τι την έκανες τη μαμά μου; τι την έκανες τη μαμά μου;". Η κάνη είναι στραμμένη επάνω της, καπνίζει ακόμη, δεν του είναι δύσκολο να πατήσει πάλι τη σκανδάλη, όμως "Άντε κοριτσάκι μου, μη κλαις, πάρε τ'αδελφάκια σου και πήγαινε σπίτι σου".
Τι; Πως; Από ποιο στόμα βγαίνουν αυτά τα λόγια; Κοριτσάκι μου; Αδελφάκια σου; Ποιος μιλάει τόσο στοργικά;
Καλοσύνη σας κύριε φονιά, ευχαριστώ για την υπόδειξη. Πολύ ωραία, βγήκαμε τη βολτίτσα μας, σκοτώσαμε κάμποσους, το παιχνίδι τελείωσε, διώχνουμε τα ορφανά. Πήγαινε σπίτι σου; Σε ποιο σπίτι μου να πάω κύριε φονιά, ποιον να βρω εκεί; Τη μάνα μου; Να χωθώ στην αγκαλιά της, να πιστέψω πως όλα αυτά είναι μόνο ένα κακό όνειρο; Θα βρω τον πατέρα μου, να νιώσω να με σκεπάζει η προστασία του; Ποιον θα βρω κύριε φονιά;
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
[συνεχίζεται]
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************
Έτσι..
μέσα σε 2 παραγράφους..
χάθηκαν ο παππούς και η γιαγιά μου..
ήταν τόσο απλό... ... ... ...
********************************************************************************




Η συνέχεια στις αναρτήσεις:
1944, Χορτιάτης.. _3_
1944, Χορτιάτης.. _4_

6 σχόλια:

  1. Χριστέ μου, τόσων χρονών είμαι και τώρα ακόμα αντιλαμβάνομαι την κτηνωδία αυτών των ανθρωπόμορφων τεράτων!!!!
    Καλή σου εβδομάδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα Μαράκι μου, πολύ καλά κάνεις και κάνεις τις συγκεκριμένες αναρτήσεις, για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιοί.Θα συμφωνήσω απόλυτα με την καλή μου Φιλία για την κτηνωδία αυτών των ανθρωπόμορφων τεράτων, κι έρχονται τώρα να μας ζητήσουν και τα ρέστα;;; Χάρηκα που που βρήκατε τα συρτάρια με την Ρένα!!! Ήταν όμορφη η κουβεντούλα μας....χθες
    Πολλά φιλιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτά τα κτήνη ζητάνε και σήμερα να μας πιούνε το αίμα,δεν τους έφτασε τόσο θέλουν κι άλλο.Αλλά με τους προδότες που μας κυβερνούν θα το καταφέρουν.Συγκλονιστική και η σημερινή ανάρτηση,συνέχισέ το,μακάρι να ήμουν κοντα για να ερθω στη συνάντηση και να σε γνωρίσω,φιλιά Όλγα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. πολυ κρυο καλε εκει πανω πωπω αλλα ειναι ωραιο τοπιο
    εμεις θα ημαστε ολοι αισιοδοξοι και δημιουργικοι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ.............ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΑΝΥΠΟΜΟΝΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Συνεχισε το οποτε μπορείς, πρεπει να τα θυμομαστε αυτά κι όχι να το παίζουμε πολιτισμενοι και υπεράνω και "αυτά ειναι παρελθον και τώρα ειμαστε όλοι φίλοι"!!! Αυτοί ξεκλήρισαν ολοκληρες οικογένειες και ούτε αποζημιώσεις δεν έδωσαν σε όλα αυτά τα ορφανά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...