Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

1944, Χορτιάτης.. _3_

Συνέχεια των αναρτήσεων:


********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

Αυτά φώναζε η ψυχή της Τούλας προς τον κακούργο, τα χείλη μένουν κλειστά, το μυαλό σταματάει, ο πανικός έχει κυριεύσει το είναι της. Από δω και πέρα μόνο το ένστικτο θα την καθοδηγεί. Το σώμα της το νιώθει νεκρό σαν της μανούλας της.
Όμως κινείται, σκύβει κι αγκαλιάζει τον Γιωργάκη, γαντζώνεται επάνω της σαν γατάκι, είναι μελανιασμένο από τον τρόμο και το κλάμα. Τρέμοντας, γλιστρώντας στην πλαγιά τον κατεβάζει στο βάθος της χαράδρας. "Κάτσε εδώ Γιωργάκη, ν'ανέβω να πάρω και το μωρό μας." Το σπαραχτικό του κλάμα δυναμώνει, γαντζώνεται ακόμα πιο πολύ επάνω της, με μια δύναμη αφύσικη στη φωνή τρίχρονου παιδιού. "Μη μ'αφήνεις, μη μ'αφήνειειειειειεις!!!" Είναι αδύνατο να το ησυχάσει, με τι τρόπο άλλωστε, τον ίδιο πανικό έχει κι εκείνη, γιατί καταλαβαίνει με το ένστικτο πως από δω και πέρα είναι γι'αυτά τα δυο μικρά, ο πατέρας, η μάνα, η οικογένεια που χάθηκε για πάντα, κείτονται νεκροί, άψυχοι εκεί πάνω, όπου το άλλο μωρό σπαράζει στο κλάμα, του κόβεται η ανάσα απ'τα αναφιλητά, πεσμένο κάτω δίπλα στη νεκρή μάνα, μόνο, βλέποντας τ'αδέλφια του να φεύγουν από κοντά του, νιώθει αν και μωρό ότι το αφήνουν μόνο κοντά στο φονιά που στέκει ακόμα εκεί με το όπλο προτεταμένο, παρακολουθώντας τρία μικρά, που τα χέρια του ορφάνεψαν, να ξεκινούν το δρόμο για το Γολγοθά της ζωής τους.
Με μια ύστατη προσπάθεια πιάνει τα χεράκια του, τα ξεκολλάει από πάνω της και σκαρφαλώνει πάλι στην πλαγιά να φθάσει επάνω να πάρει στην αγκαλιά της τον μικρό Αλέκο που εξακολουθεί να πνίγεται στο κλάμα και ησυχάζει κάπως όταν νιώθει τα χέρια της να το σηκώνουν από κάτω και να το κλείνουν στην αγκαλιά.
Ώσπου να φτάσει όμως επάνω, το άλλο κάτω πνιγόταν στο κλάμα και ησύχασε κι αυτό κάπως όταν έφθασε κοντά του, τον έπιασε απ'το χεράκι και ξεκίνησαν, τρία μικρά, πεντάρφανα, ολομόναχα, για που; Ποιος ξέρει; Σε ποιες περιπέτειες άραγε θα μπουν; Τι τα περιμένει από δω και πέρα;!
Σαν υπνωτισμένη προχωράει με τα μικρά, υπακούοντας, τι ειρωνεία! Στη συμβουλή του φονιά "πάρε τ'αδελφάκια σου και πήγαινε σπίτι σου." Περνάει τον ίδιο δρόμο που πριν λίγες ώρες είχε περάσει με τους γονείς, τους συγγενείς και όλους τους συγχωριανούς στο φευγιό για τη σωτηρία.
Ο δρόμος είναι έρημος, ψυχή δεν υπάρχει γύρω. Ο ήλιος στα μεσούρανα, ντάλα μεσημέρι, στην ατμόσφαιρα πλανάται μια αίσθηση νέκρας, φύλλο δεν κουνιέται, η φύση κρατάει την ανάσα της, απορημένη, ίσως συγκλονισμένη για τη φρίκη που διαδραματίζεται εμπρός της.
Προχωράει στο μονοπάτι προς το χωριό, σε λίγο εμφανίζονται τα πρώτα σπίτια, βλέπει δυο από αυτά τυλιγμένα στις φλόγες, τα κεραμίδια πετιούνται ψηλά στον αέρα και ξεπροβάλλουν από μέσα τεράστιες γλώσσες φωτιάς. Προχωράει ακόμα, έχοντας μια αμυδρή ελπίδα να φθάσει στο σπίτι όπου θα βρει τη γιαγιά να της πει τα μαντάτα. Πίστευε πως η γιαγιά ήταν στο σπίτι όπου φύλαγε το σιτάρι και το καλαμπόκι.
Ξάφνου, ενώ βάδιζε στα ίσια, κάτι την έσπρωξε να γυρίσει το κεφάλι δεξιά, κάτω από τα πρώτα σπίτια ξεπρόβαλε ο δρόμος που ανεβαίνει από την Αγία Παρασκευή προς το χωριό. Βλέπει λοιπόν ν'ανηφορίζουν δυο άντρες, ντυμένοι στρατιώτες με δίκοχο στο κεφάλι, όμοιοι μ'αυτόν που πριν λίγο σκότωσε τους ανθρώπους της, στον ένα ώμο είχαν το όπλο με την ξιφολόγχη και στον άλλον είχαν από μια κουβέρτα μεταξωτή, κίτρινη η μία και ροζ η άλλη. Επιδόθηκαν δηλαδή οι κύριοι ταγματασφαλίτες και σε πλιάτσικο, αρπάζοντας τα προικιά των κοριτσιών που με κόπο και νυχτέρια ύφαιναν στον αργαλειό.
Στη θέα των δύο αυτών ανδρών γίνεται μέσα της συναγερμός, σε κλάσμα δευτερολέπτου ξυπνάει μέσα της το ένστικτο του μικρού αγριμιού που νιώθει τον κίνδυνο να το απειλεί. Το μυαλουδάκι της είναι θολωμένο, δεν λειτουργεί, δεν σκέφτεται, κινείται μηχανικά, στρέφει δεξιά και κατρακυλάει έναν μικρό κατήγορο μπροστά της πανικόβλητη. "Τρέχα Γιωργάκη!!", το μωρό το έχει αγκαλιά.
Τι έγινε; Ποια Θεία Πρόνοια, ποια δύναμη την έσπρωξε; Γιατί, το ένιωσε, ένα χέρι, μια ανοιχτή παλάμη ακούμπησε στην πλάτη της και την έσπρωξε δυνατά. Να ήταν ο αέρας, μα όχι είπαμε η φύση κρατούσε την ανάσα της, νεκρική σιγή παντού και ερημιά.
Λένε!! Πως τα μικρά παιδιά έχουν τον καλό τους άγγελο που τα φυλάει, και προπαντός τρία μικρά ανυπεράσπιστα, πεντάρφανα, τρομαγμένα, ίσως η Θεία Πρόνοια τα προστάτευε, ίσως η Αγία Παρασκευή που τα έβλεπε απ'το εκκλησάκι της και ίσως, Αυτός, που από κει ψηλά βλέπει τα πάντα και είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, αποφάσισε ότι αυτά τα τρία μικρά πρέπει να ζήσουν, για ποιο λόγο; Εκείνος γνωρίζει!
Και σήμερα ακόμη η Τούλα που θυμάται τα πάντα, νιώθει στην πλάτη της αυτή την παλάμη, να 'ναι της φαντασίας της; Να 'ναι γεγονός; Ποιος ξέρει;!
[εδώ αξίζει να σημειώσω πως, στην πλάτη της θείας μου, υπάρχει ένα σημάδι από κάψιμο στο σχήμα μιας παλάμης.. απλά το σημειώνω.. ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα..]


Ροβολώντας λοιπόν τον κατήφορο, υψώθηκαν τα σπίτια κι έτσι έκρυψαν τα παιδιά από τα μάτια των κακούργων. Απ'αυτή τη στιγμή η σκέψη του σπιτιού είχε σβήσει απ'το μυαλό της μικρής, δεν θα το ξαναθυμηθεί ποτέ πια από δω και πέρα, χώνεται ανάμεσα στα σπίτια και με λαχτάρα κατευθύνεται προς το σπίτι της θείας Δενώρας ακριβώς απέναντι απ'το εκκλησάκι. Νομίζει πως θα βρει αυτή τη θεία εκεί για να της πει τι τους συνέβη, να της πει ότι τη μαμά και τον μπαμπά και όλους τους άλλους τους σκότωσαν. Νιώθει πολύ βάρος μέσα της, την πνίγει ο λυγμός αλλά δεν μπορεί να κλάψει, ο φόβος, η τρομάρα, η αίσθηση ότι είναι πια ολομόναχα και ότι ο κίνδυνος τα κυκλώνει ολόγυρα δεν της δίνουν περιθώριο για δάκρυα.
Ποια η απογοήτευσή της όμως, όταν φθάνοντας εκεί δεν βρίσκει κανέναν. Μη γνωρίζοντας τι συνέβαινε μέσα στο χωριό απόρησε. Η ψυχή της γεμίζει τρόμο και απογοήτευση. Βγαίνει στην πίσω αυλή, κάθεται κάτω από ένα δέντρο έχοντας τα μικρά δεξιά και αριστερά της. Χαμένη σ'ένα πέλαγος απελπισίας, βυθισμένη σε μαύρες σκέψεις, που να βρει βοήθεια; προστασία; Ένας κόμπος της δένει το λαιμό, ανεβαίνει μέσα της και την πνίγει το παράπονο του παιδιού, που μόνο η μητρική παρουσία και αγκαλιά μπορεί να γλυκάνει. Η αίσθηση της απόλυτης εγκατάλειψης, της απόλυτης μοναξιάς, βαραίνει τόσο πολύ μέσα της που τη βουλιάζει σε απύθμενο βάραθρο, πριν λίγες ώρες ζούσε μέσα σε επταμελή οικογένεια και τώρα η ερημιά την τυλίγει. Φουσκώνει η ψυχή κι επιτέλους αναβλύζουν τα δάκρυα, τρέχουν βουβά, δεν ανακουφίζουν όμως, που είναι τα στοργικά χέρια της μητέρας να τα στεγνώσουν;
Τα μικρά την τραβούν με τα χεράκια τους, κλαίνε, ζητάνε τη μαμά, ταλαιπωρημένα κι αυτά, πεινούν, διψούν. "Μαμ, μαμά, μαμ", το ένα. "Μαμάααα! Μαμάααα!", το άλλο.
"Πάψτε πια!! Δεν έχει μαμά, τη σκότωσαν τη μαμά!"
Σπαρακτική η κραυγή βγήκε γεμάτη απελπισία, γεμάτη λυγμούς, τρομάζουν τα μικρά και το κλάμα δυναμώνει. Ο πόνος ξεχειλίζει πια, ξεσπάσει και η Τούλα. "Δεν έχει μαμά, δεν έχει μαμά!", λέει και ξαναλέει απελπισμένη.


Στο αποκορύφωμα αυτής της απόλυτης απελπισίας, τα μάτια της πέφτουν στο μονοπάτι πάνω, που πριν λίγο πέρασε και βλέπει κάτι που της δίνει ελπίδα στην καρδιά. Μοιάζει σαν όαση, βλέπει δυο γυναίκες να προχωρούν προς το βουνό για να σωθούν. Ακριβώς πίσω τους βλέπει τη γιαγιά της να προχωράει μαζί τους, έβλεπε το πίσω μέρος, ολόκληρη τη γιαγιά, από την πλάτη, ολοζώντανη, όπως ήταν το πρωί, με το τσεμπέρι στο κεφάλι, τη φούστα και την ποδιά ζωσμένη στη μέση, προχωρούσε πίσω τους λες και δεν πατούσε κάτω, σαν να την κρατούσαν δυο αόρατα χέρια και τη σήκωναν μια πιθαμή ψηλότερα από το έδαφος. Λαχτάρησε η καρδιά της μικρής, άρχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη. "Γιαγιάααα! Γιαγιάααα!" Μα η απόσταση αρκετή, πως ν'ακούσουν τη φωνή ενός μικρού παιδιού. Αρπάζει τα παιδιά, ανεβαίνουν τον ανήφορο, τρέχουν να προλάβουν τη γιαγιά.
Ακόμη μέχρι σήμερα, επί τόσα χρόνια η Τούλα αναρωτιέται πως μπόρεσε, με τα μικρά της ποδαράκια, με 22 μηνών μωρό στην αγκαλιά, με το τρίχρονο αδελφάκι να την κρατάει απ'το φουστανάκι, πως μπόρεσε να φθάσει τις γυναίκες! Γιαγιά όμως, δεν υπήρχε μαζί τους. Τι έγινε λοιπόν; Αφού την είδε ολοζώντανη να βαδίζει με τις γυναίκες, οι γυναίκες υπαρκτές, η γιαγιά ανύπαρκτη. Όποιος θέλει ας βγάλει τα συμπεράσματά του, ανάλογα με την πίστη ή τις απορίες του!
Το ότι βρέθηκε κοντά σε δυο ανθρώπους ζωντανούς έπειτα από τόσα πτώματα, μόνο όποιος έζησε παρόμοια κατάσταση μπορεί να καταλάβει τι σήμαινε για τα τρία ορφανά. "Που πηγαίνετε; Πάρτε μας κι εμάς. Τη μαμά μου και τον μπαμπά μου τους σκότωσαν. Δεν ξέρω που να πάω. Πάρτε μας κι εμάς. Δεν ξέρω που να πάω!" Με όση δύναμη της έδινε η απελπισία, έτρεχε πίσω τους και παρακαλούσε, δεν της έδωσαν σημασία, συνέχισε να κλαψουρίζει και να παρακαλάει. Η μια γυναίκα ρίχνει πάνω από τον ώμο της μια φευγαλέα ματιά. "Άσε μας βρε κοριτσάκι μου κι εσύ τώρα!" Τάχυναν το τρέξιμο περισσότερο, πανικόβλητες κι αυτές και σιγά σιγά απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ απ' τα παιδιά. Η μικρή δεν μπορούσε να τους φτάσει.
Σε τέτοιες στιγμές, η λογική του νου είναι πολυτέλεια, όταν τις θυμάται η Τούλα και φέρνει στη μνήμη αυτή τη σκηνή, δεν τις κακίζει, δεν τις κατηγορεί. Νιώθει τον πανικό τους, τον τρόμο τους, την αγωνία τους ν'απομακρυνθούν όσο γίνεται από τον κίνδυνο, από τον θάνατο που μόλις ξέφυγαν. Είναι η στιγμή του... "Σώσον εαυτόν σωθείτω."
Χρόνια πολλά μετά, έμαθε η Τούλα ότι η μια από τις δυο γυναίκες ήταν αυτή που πήδηξε από το παράθυρο του ζυμωτηρίου όπου τους είχαν στοιβάξει, για να τους κάψουν. Έμαθε επίσης πως μέσα στο βουνό, βρέθηκε αρκετά μακριά από τον χάρο, ησυχασμένη κάπως, συνάντησε κάποιους συγχωριανούς και κλαίγοντας ανέφερε το περιστατικό. "Είδα τα μικρά του Βασίλη και της Μαρίας, αλλά δεν έκανα τίποτα, δεν καλοκατάλαβα, η τρομάρα μου ήταν τέτοια που δεν άκουγα καν τι έλεγε η μικρή, λυπάμαι που δεν κατάλαβα." Αν ζει σήμερα, θα 'ναι πολύ γριούλα, θα 'θελε η Τούλα να τη δει να την αγκαλιάσει και να της πει ότι τη νιώθει.
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
[συνεχίζεται]
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************



Η συνέχεια στις αναρτήσεις:
1944, Χορτιάτης.. _4_

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Στο 6ο φτέρνισμα, μη μου πεις 'γείτσες'..

Για ένα ζευγάρι που γενικά δεν μαλώνει, έχουμε θέμα..

... εσΥ με κόλλησες ...
... όχι, εσΥ με κόλλησες ...
... πάρε το τσάι σου και κάτσε μακρυά ...
... να βάλεις την ταινία στη μύτη να κοιμηθώ κι εγώ κι ολόκληρη η γειτονιά ...
... το 'ξερα ότι θα με κολλήσεις ...
... είπα, εσΥ με κόλλησες ...


ουφφφφφφφφφφ!!! κομμάτια!!!!!! ευτυχώς μόνο πυρετό δεν κάναμε.. ακόμη.. κι ενώ εγώ γκρινιάζω, είναι και μια 'ευκαιρία' να κάτσω σπίτι και να τολμήσω να πω θα ξεκουραστώ παρ'όλα αυτά.. τ'αγόρι δεν μπορεί ούτε αυτό να κάνει.. καλά να πάθει, όμως.. γιατί με κόλλησε!!

Έχει κι η μαμά μεγάλο θέμα όποτε αρρωσταίνω κι εγώ και τ'αδέλφια μου.. άγχος μεγάλο μιλάμε, και στεναχώρια.. και "πως έγινε αυτό;;" (αυτή την ερώτηση ποτέ μου δεν την κατάλαβα....) και "τι θα κάνεις τώρα;;" και δεν κοιμάται!! ξυπνάει κάθε λίγο και κοιτάει το τηλέφωνο, μη τυχόν και χρειάστηκα κάτι και πήρα και δεν το άκουσε!! αχχχ μαμά αχχχ!!!

Παραμονεύω και κάτι γάτες που έρχονται τα τελευταία βράδια και σκαλίζουν τις γλάστρες με τους βολβούς.. τι θες κυρά μου να βρεις εκεί μέσα;; άσ'τα στην ησυχία τους μήπως προκόψουν και μας δώσουν κι ένα χαμογελάκι..

Δεν λένε να φυτρώσουν κι αυτοί οι σπόροι.. μα ούτε ένα φυλλαράκι;; παράξενο..


Πολύ 'έμπνευση' απόψε, απ' ό,τι καταλάβατε.. μη σας κουράζω.. για μια Καληνύχτα πέρασα.. φιλιά..

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

I love your blogs..!!

Ένα νέο βραβείο από την ακαταμάχητη μαγείρισσα της γειτονιάς Tante Kiki....!!!! Ευχαριστώ γλυκιά μου Β.. για την σκέψη και την τιμή!!


Ένα επίσης καλό νέο είναι πως αυτό το βραβείο .. δεν έχει κανόνες!! χιιιι.. γιατί έχει πέσει δουλειά αυτές τις μέρες αγαπητές μου και πολλά είναι τα γραπτά που περιμένουν ανυπόμονα τις χαριτωμένες, κόκκινες .. διορθώσεις μου!! πως καταφέρνουν τα καμάρια μας πάντα λίγο πριν τις εξετάσεις να τα κάνουν μαντάρα.. ποτέ δεν το κατάλαβα.. κουράζονται κι αυτά, οι απαιτήσεις πολλές, οι υποσχέσεις ότι θα τα χρησιμοποιήσουν αυτά τα πτυχία λίγες.. σε κοιτάνε μέσα στα μάτια και τι να τους πεις πλέον για το μέλλον τους;;; τελοσπάντων..

Χαρίζω το βραβείο .. σε όλες!!! ξέρω.. εύκολο και αναμενόμενο.. αλλά το βραβείο μιλάει από μόνο του ... "I love your blog" ... άρα.. σε όλες!!

Σας φιλώ.. Καλό βράδυ..


Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

η Συνάντηση παίρνει σάρκα και οστά !!!

Λοιπόννννννννννννννννν................... Είναι όλα έτοιμα!!!

Όταν ανάρτησα την πρόσκληση για τη συνάντηση, ακριβώς επειδή είμαι πολύ νέα στη γειτονιά, περίμενα άντε να μαζευτούμε καμιά δεκαριά το πολύ!! Ενημέρωσα για αρχή 5-6 που ήξερα ότι βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να έρθουν οι ίδιες.. οι 5-6 ενημέρωσαν τις δικές τους κ.ο.κ. η αλυσίδα ξεκίνησε να λειτουργεί μέσα σε λίγες ώρες!! και αυτή τη στιγμή έχουμε ξεπεράσει τις 30 συμμετοχές και μπράβο σε όλες σας για αυτό!! εσείς το καταφέρατε, όχι εγώ.. δύσκολο πια να διεξαχθεί η συνάντηση σπίτι μου ή σε κάποιας άλλης, οπότε έπρεπε να βρεθεί στέγη.. να μη πολυλογώ τελοσπάντων, είναι όλα έτοιμα..




Αποφάσισα να μη γράψω δημόσια την ημέρα, την ώρα και το μέρος που θα συναντηθούμε, έπειτα από κάποια "επίθεση" που δέχθηκε με κακόβουλα σχόλια κάποια "γειτόνισσά" μας.. θα σας ενημερώσω με e-mail..

Το μαγαζί έχει ενημερωθεί για περίπου 40 άτομα.. η χωρητικότητά του είναι μεγαλύτερη οπότε δεν πιστεύω ότι θα έχουμε θέμα όσες και να είμαστε.. Θα προσφέρει ό,τι παραγγείλει η καθεμιά και τα κεράσματα που προσφέρει ούτως ή αλλιώς.. δεν έμπλεξα καν με τη σκέψη να φέρουμε εμείς κεράσματα και να πρέπει να τα σερβίρουμε και να ζητάμε και όλα τα σχετικά (πιατάκια, κλπ.)..

Ελπίζω πράγματι να μπορέσετε όλες!!! και εκ μέρους όλων, ευχαριστώ ιδιαίτερα όσες σκοπεύουν να έρθουν από άλλη πόλη!!!!!!

Θα στείλω e-mail σε όλες για να είμαι σίγουρη ότι ενημερώθηκαν.. από τις παρακάτω όμως ΔΕΝ έχω διεύθυνση e-mail και θα πρέπει να επικοινωνήσουν οι ίδιες μαζί μου στο amaryllis.blog@gmail.com:
  1. Αγγελική (δεν βρίσκω ιστολόγιο)
  2. Κωνσταντίνα (δεν βρίσκω ούτε ιστολόγιο ούτε προφίλ)
Το link της αρχικής ανάρτησης με τις συμμετοχές είναι εδώ. Όσες δηλώνουν συμμετοχή από τώρα και στο εξής, παρακαλώ εκτός από σχόλιο στην ανάρτηση να μου γράφουν και στο e-mail για να έχω τη δική τους διεύθυνση e-mail και να μπορώ να ενημερώσω..


Σας φιλώ και ανυπομονώ πάρα πολύ να τα πούμε από κοντά!!!

--
aMaryllis



Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

1944, Χορτιάτης.. _2_

Συνέχεια της ανάρτησης:


********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

Η Τούλα με την οικογένειά της έφυγαν προς το βουνό για να σωθούν. Σε κάποια στροφή του μονοπατιού, ο πατέρας σταμάτησε και κάθισε κάτω, "Δεν μπορώ άλλο Μαρία, δε με παν τα πόδια". "Καλά Βασίλη μου, ξεκουράσου και αν μπορέσεις συνεχίζουμε". Ο πατέρας κάθεται κάτω με σκυμμένο κεφάλι, τα μάτια θολά, η φωνή δε βγαίνει. Σε λίγο φαίνονται στο μονοπάτι τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του με τις οικογένειές τους, "Εμείς πάμε πέρα στη Δαμασκηνιά". Ο πατέρας με σιγανή και επίμονη φωνή λέει στη μητέρα, "Μαρία, πάρε τα παιδιά και πήγαινε μαζί τους". "Όχι Βασίλη, δεν σ'αφήνω μόνο, εδώ μαζί κοντά σου, ό,τι πάθουμε να το πάθουμε όλοι μαζί". Η στοργή και η αγάπη της υπαγόρευσαν να πει αυτά τα λόγια, γιατί ούτε τα παιδιά της ήθελε ν'αποχωρισθεί ούτε τον άντρα της να εγκαταλείψει.
Αν ζούσε το μουλαράκι! γιατί άραγε χάθηκε μόλις μια βδομάδα πριν; αν ζούσε θα μπορούσε να κουβαλήσει τον άρρωστο πατέρα ως τη Δαμασκηνιά, όπου σώθηκαν όλοι όσοι πήγαν εκεί. Ίσως γι'αυτό η μητέρα το έκλαψε τόσο πολύ.
Το μονοπάτι ερήμωσε, όσοι πέρασαν χάθηκαν μέσα στο βουνό. Και μένει μόνη η παρέα των έξι μεγάλων με τα δέκα παιδιά. Νοιώθουν γύρω τους ησυχία και ερημία, το μέρος δεν τους τρομάζει, δεν τους είναι άγνωστο. "Ε, καλά είμαστε εδώ, ας μείνουμε για λίγο και βλέπουμε".
Τα παιδιά παίζουν ξένοιαστα και χαρούμενα, δεν καταλαβαίνουν τι κίνδυνος τα απειλεί. Ξαφνικά, τα γέλια και οι φωνές παγώνουν. Ακούγονται πυροβολισμοί, οι σφαίρες σφυρίζοντας δαιμονιωδώς φθάνουν ως τα πόδια τους και σβήνουν στο χώμα. Μόλις που προλαβαίνουν τα παιδιά να τρέξουν κοντά στους μεγάλους. Η γιαγιά όμως όρθια στο ύψωμα αψηφώντας τον καταιγισμό των σφαιρών κοιτάει προς το χωριό. "Μάνα πέσε κάτω, θα σκοτωθείς". "Το σπίτι, το σιτάρι, το καλαμπόκι, θα μας τα πάρουν, πρέπει να πάω". Η γιαγιά δεν ακούει τα παρακάλια, κατρακυλάει την πλαγιά και χάνεται στα μάτια τους. Η αρχή του τέλος, δεν θα ξαναειδωθούν πια!

Πόση ώρα πέρασε από το φευγιό της γιαγιάς, άγνωστο. Μικροί μεγάλοι τώρα σιωπηλοί με τον τρόμο στην καρδιά, οι σφαίρες σχίζουν τον αέρα. Ξάφνου, ακούγεται μια άγνωστη φωνή, έρχεται από το πάνω μέρος της ρεματιάς, "Ε, εσείς εκεί κάτω, ανεβείτε πάνω, μη φοβάστε, δυο λόγια θα σας πω και θα φύγετε". Η βουβαμάρα που ακολουθεί είναι απερίγραπτη, νοιώθουν όλοι το βάρος της μέσα τους, τους κόβεται η ανάσα, τρέμουν όλοι σύγκορμα. Η φωνή ξανακούγεται πιο έντονη τώρα και πιο ανυπόμονη, "Δεν ακούτε τι σας λέω; Ανεβείτε πάνω, δυο λόγια θα σας πω και θα φύγετε".
Πρώτος κινάει ο πατέρας, ανεβαίνει την όχθη της ρεματιάς, σχεδόν μπουσουλώντας, κοντά του ο Κωστάκης, πίσω οι μάνες με τα παιδιά, τελευταία η μητέρα με το μικρότερο αγκαλιά, τον 22 μηνών Αλέκο και δίπλα της κρατώντας την από τη φούστα η Τούλα που κρατάει απ'το χεράκι τον μικρό Γιωργάκη. Μια σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον, ανεβαίνουν σκυφτοί, σαν τα πρόβατα επί σφαγή.
Φθάνοντας ο πατέρας πρώτος μπροστά του δέχεται αμέσως μια σφαίρα στον κρόταφο και πέφτει άπνους, ακούγονται αμέσως κλάματα και σπαραχτικές φωνές των παιδιών.
Η μητέρα με τα παιδιά της ανεβαίνει ακόμη, δεν βλέπουν τι γίνεται επάνω, ακούνε μόνο τις φωνές. Η Τούλα τρέμει σύγκορμη, ο τρόμος την έχει παραλύσει, "Τι θα μας κάνει μαμάκα μου αυτός; γιατί κλαίνε τα παιδιά;". "Σώπα κοριτσάκι μου, δεν ξέρω τι θα μας κάνει, σώπα". Χωρίς χρονοτριβή ο δήμιος σκοτώνει μία μία τις μανούλες κι αφήνει ορφανά τα παιδιά.
Η θεία Χρυσούλα αφήνει τρία κοριτσάκια, το μικρότερο νεογέννητο, το παίρνει αγκαλιά το μεγαλύτερο και γίνεται η μανούλα του.
Η θεία Λεωνόρα αφήνει τη μικρή Ευανθούλα, το αγοράκι που κρατούσε αγκαλιά το πήρε μαζί της, γιατί η σφαίρα που έπεσε επάνω της πέρασε πρώτα από το λαιμό του παιδιού.
Η θεία Κατίνα αφήνει το 14ων μηνών μωρό της, τον Παναγιωτάκη. Φαίνεται πως την ώρα του κακού, εκείνη αστραπιαία κάθισε κάτω και έβγαλε να θηλάσει το μωρό, ίσως ήλπισε πως το ανθρωπόμορφο τέρας θα θυμόταν το γάλα της μάνας του, θα σεβόταν κάποια εικόνα. Αμ δε! Τίποτα! Καμία χορδή δεν χτύπησε μέσα του, ούτε καν τον συγκίνησε αυτή η ιερή στιγμή που η μωρομάνα δίνει μέσα από τα σπλάχνα της τροφή και ζωή στο παιδί της. Την χτυπάει πισώπλατα και μένει έτσι, νεκρή, ακίνητη, κρατώντας σφιχτά το μωρό της που ανίδεο εξακολουθούσε να πίνει το γάλα της μανούλας του.
Τέλος φθάνει και η μητέρα επάνω όπου περιμένει ανυπόμονα ο χάρος. Η Τούλα βλέπει ένα όπλο στραμμένο κατά πάνω τους, η μαύρη κάνη του καπνίζει ακόμα από τις σφαίρες που ξέρασε πριν λίγο. Σημαδεύει τη μητέρα και μόλις εκείνη σήκωσε το κεφάλι να τον αντικρίσει, πατάει τη σκανδάλη, δέχεται τη σφαίρα πάνω από το αριστερό αυτί, απότομα ανοίγει τα χέρια, ο μικρός Αλέκος πέφτει κάτω, η μητέρα πέφτοντας προς τα δεξιά αρπάχτηκε από κάτι χαμόκλαδα, χρειάστηκαν κάποια δευτερόλεπτα για να φύγει η ζωή από μέσα της. Τα δυο αδελφάκια της Τούλας τρομάζουν τόσο πολύ που κλαίνε γοερά, μα και η Τούλα τρομοκρατείται το ίδιο. Βρίσκει το θάρρος και ζητάει το λόγο από το φονιά, "Γιατί! Τι την έκανες τη μαμά μου; τι την έκανες τη μαμά μου;". Η κάνη είναι στραμμένη επάνω της, καπνίζει ακόμη, δεν του είναι δύσκολο να πατήσει πάλι τη σκανδάλη, όμως "Άντε κοριτσάκι μου, μη κλαις, πάρε τ'αδελφάκια σου και πήγαινε σπίτι σου".
Τι; Πως; Από ποιο στόμα βγαίνουν αυτά τα λόγια; Κοριτσάκι μου; Αδελφάκια σου; Ποιος μιλάει τόσο στοργικά;
Καλοσύνη σας κύριε φονιά, ευχαριστώ για την υπόδειξη. Πολύ ωραία, βγήκαμε τη βολτίτσα μας, σκοτώσαμε κάμποσους, το παιχνίδι τελείωσε, διώχνουμε τα ορφανά. Πήγαινε σπίτι σου; Σε ποιο σπίτι μου να πάω κύριε φονιά, ποιον να βρω εκεί; Τη μάνα μου; Να χωθώ στην αγκαλιά της, να πιστέψω πως όλα αυτά είναι μόνο ένα κακό όνειρο; Θα βρω τον πατέρα μου, να νιώσω να με σκεπάζει η προστασία του; Ποιον θα βρω κύριε φονιά;
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
[συνεχίζεται]
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************
Έτσι..
μέσα σε 2 παραγράφους..
χάθηκαν ο παππούς και η γιαγιά μου..
ήταν τόσο απλό... ... ... ...
********************************************************************************




Η συνέχεια στις αναρτήσεις:
1944, Χορτιάτης.. _3_
1944, Χορτιάτης.. _4_

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Αν είναι να πάει κάτι στραβά..

Τελευταίο μάθημα στις 8.30 σήμερα.. με καθυστερούν στο προηγούμενο.. τρέχω σαν χαζό να προλάβω να γυρίσω σπίτι.. ήθελα και σούπερ μάρκετ.. άσ'το αυτό τώρα.. βλέπω κόκκινο φανάρι, επιβραδύνω.. ο μπροστινός μου μάλλον δεν το είδε για κόκκινο.. ντουγρού για τον δικό του μπροστινό.. μα δεν με είδες;; μα δεν σε είδα!! χάνω ένα τέταρτο εκεί.. φτάνω σπίτι.. χτυπάει τηλέφωνο.. είμαι άρρωστος (λέει), δεν θα έρθω για μάθημα.. να είχα προλάβει έστω το σούπερ μάρκετ βρε παιδί!!

Βούλωσε ο νεροχύτης.. έριξα tuboflo και καυτό νερό.. και έγινε χειρότερα.. μόνο εγώ το καταφέρνω αυτό με το tuboflo!! άπλυτα πιάτα τώρα μέχρι να βρω λύση αύριο το βράδυ!!

Τριγυρνούσα στη μπλογκογειτονιά.. έμεινα από τσιγάρα.. 11.30 το βράδυ άντε πάρε το αμάξι να βρεις περίπτερο.. ξέρω.. ξέρω.. πρέπει να το κόψω!!

Βλέπω χιόνι στην αυλή.. ααα (σκέφτομαι) να βγάλω φωτογραφία να το δείξω στα κορίτσια.. μπαίνω σπίτι, παίρνω φωτογραφική, πατάω το κουμπί.. πεσμένη μπαταρία.. κλείνει.. 4 μήνες κοντά κρατάει η μπαταρία, ακριβώς τώρα έκλεισε..

Σταματάω στο περίπτερο.. δύο αμάξια σταματούν επίσης πριν από εμένα.. κατεβαίνει ο πρώτος, χαζεύει τα περιοδικά.. κατεβαίνει η δεύτερη, χαζεύει τις σοκολάτες.. με συγχωρείτε (λέω), θα σας πείραζε να περάσω πρώτη που θα κάνω 1 λεπτό;; 2 μμμμμ (ακούω) και δεν γύρισε κανένας απ'τους δύο να με κοιτάξει.. το ερμήνευσα ως 'ναι'.. παίρνω τσιγάρα.. καλό βράδυ (λέω).. ούτε μισό μμμμμ αυτή τη φορά.. πάνω απ' όλα μ'αρέσουν οι ευγενικοί άνθρωποι!!!!

Παρκάρω σπίτι.. βγαίνω, γλιστράω, πέφτω κάτω.. παντελόνι λερωμένο.. ποπός πονεμένος!! (αλήθεια.. πως γράφεται ο ποπός;;;)

Φτάνω στην εξώπορτα.. βάζω το κλειδί.. κάνει μισή στροφή.. κολλάει.. πίσω;; τίποτα.. δώσε ξανά μπροστά ξανά πίσω.. βγήκε και τ'αγόρι για τσίπουρο στην άλλη άκρη της πόλης!! δεν λέει να βγει 5 χρόνια, όταν θα τον χρειαστώ βγαίνει.. ουφφφφ.. άνοιξε η πόρτα!!

Είδατε που το λέω εγώ;;; αν είναι να πάει κάτι στραβά.. θα πάρει και τα υπόλοιπα μαζί του!!!

Ένα πράγμα πήγε καλά σήμερα.. πολλαπλασιάστηκαν οι συμμετοχές στη συνάντηση της Θεσσαλονίκης..
ευχαριστώ και τη Ρένα και τα υπόλοιπα κορίτσια που το διαδίδουν!! σήμερα φτάσαμε τις 12 συμμετοχές!!

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

1944, Χορτιάτης.. _1_

Με αφορμή μια αναφορά της Φιλίας στις αποζημιώσεις για τα θύματα των Γερμανών, μου ήρθε ξανά στη μνήμη η δική μας ιστορία..

2 Σεπτέμβρη 1944.. όσοι γνωρίζουν τον Χορτιάτη, βουνό και χωριό, γνωρίζουν λίγο πολύ και την ιστορία του..

Ο πατέρας μου ήταν τριών όταν τα έζησε όλα από κοντά.. το μακελειό στον Χορτιάτη Θεσσαλονίκης.. την εν ψυχρώ εκτέλεση του πατέρα, της μητέρας, του μεγαλύτερου αδελφού, της γιαγιάς, των θείων, των ξαδέλφων του μπροστά στα μάτια του.. ο παππούς και η γιαγιά που γνώρισα εγώ ήταν οι θετοί του γονείς.. ο πατέρας μου επέζησε μαζί με τα υπόλοιπα 2 αδέλφια του.. τον Αλέκο, 22 μηνών και την Αρετή, 8 ετών, που κατάφερε να τους σώσει..

Ο πατέρας μου από άμυνα (ίσως και πλύση εγκεφάλου..) έσβησε εντελώς από τη μνήμη του κάθε τι σχετικό.. έμαθε την αλήθεια 19 ετών.. όταν ενηλικιώθηκε και μπόρεσε η Αρετή να τον πλησιάσει δίχως τη συναίνεση των θετών γονιών του.. έμαθε στα 19 του ότι είχε 2 αδέλφια!!

Το 2001, 57 ολόκληρα χρόνια μετά, η Αρετή προσπάθησε να αποτυπώσει σε χαρτί όλη αυτή την 'περιπέτειά' τους.. δεν είναι συγγραφέας, ούτε έχει ιδιαίτερη εμπειρία και γνώση για ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλά σημασία έχει ότι το τόλμησε..

Εγώ έχω το όνομα της πραγματικής γιαγιά μου και ο αδελφός μου του πραγματικού παππού μας.. ευτυχώς έχω δει τουλάχιστον μια φωτογραφία τους..

Τους θετούς παππούδες τους αγαπούσα, δεν θα πω ψέματα.. εγώ την αλήθεια την έμαθα περίπου 10 χρονών και κάπως τυχαία.. παρ' όλα αυτά ήταν ολοφάνερο ότι από πολύ πολύ μικρή δεν τους ένιωθα πραγματικά.. κάτι με έκανε να μη τους δέχομαι, να μη τους 'αναγνωρίζω'.. μου φέρθηκαν το ίδιο καλά με τους γονείς της μητέρας μου, αλλά με κάποιον τρόπο δεν τους πλησίαζα.. τι να πω;; ΑΙΜΑ!!

Έτσι θυμήθηκα και ξέθαψα το βιβλίο της θείας μου.. αποφάσισα να σας μεταφέρω λίγο λίγο ένα μεγάλο κομμάτι του, μάλλον με 1 ανάρτηση την εβδομάδα, κάπως έτσι.. ξέρω πως πιθανότατα να μη κεντρίσει το ενδιαφέρον ή να κουράσει, αλλά εγώ θέλω να το κάνω ως φόρο τιμής στους ανθρώπους που ήταν αίμα μου, η ιστορία μου, οι ρίζες μου............ και στη μνήμη του, τότε 22 μηνών, θείου Αλέκου που χάσαμε πριν 3 μήνες..


********************************************************************************
ΣΤΗΝ ΠΥΡΟΣΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

*ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΗΜΕΡΑ*

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 1944!
Την προηγούμενη ημέρα, Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου, απόγευμα, η Τούλα έπαιζε με τον αδελφό της τον Κωστάκη στο περιβόλι τους, έτσι είδαν ένα γερμανικό τζιπ που έφθασε από τη Θεσσαλονίκη φορτωμένο με 3-4 μεγάλα κοφίνια. Οι Γερμανοί, τα γέμισαν με σταφύλια από τις κληματαριές του προέδρου και από ένα αντικρινό σπίτι, τα φόρτωσαν στο τζιπ και έφυγαν. Τίποτα δεν προμηνούσε τι θα συνέβαινε το άλλο πρωί.
Όταν γύρισαν σπίτι τα παιδιά, έπαιρνε να βραδιάζει, σε λίγο ήρθε κι ο πατέρας, αλλά ενώ το πρωί έφυγε γερός και δυνατός για τη δουλειά, το βράδυ γύρισε άρρωστος με υψηλό πυρετό. Τον βρήκε λέει ελονοσία, φάρμακα δεν υπήρχαν τότε γι'αυτήν την αρρώστια, μόνο κάτι κινίνα κίτρινα, πικρά, φαρμάκι. Ακριβώς μία εβδομάδα πριν, από ανεξήγητο λόγο έπεσε το μουλαράκι και ψόφησε. Η Τούλα ακόμη έχει στ'αυτιά της τα σπαρακτικά κλάματα της μητέρας, το έκλαψε λες και έχασε άνθρωπο, λες και διαισθάνθηκε πόσο θα το χρειαζόταν μια εβδομάδα μετά γι'αυτό που τους περίμενε, αφού ο πατέρας ψηνόταν στον πυρετό.
Η μητέρα έβαλε τα παιδιά για ύπνο και αφοσιώθηκε στη φροντίδα του ανδρός της. Έμεινε άγρυπνη όλη νύχτα κοντά του να του βάζει πανιά με ξυδόνερο στο μέτωπο για να πέσει ο πυρετός που όλο και ανέβαινε μες τη νύχτα. Ο πατέρας χτυπιόταν και παραμιλούσε, η μητέρα πέρασε όλη την αγωνία και το μαρτύριο μόνη κοντά του προσπαθώντας να τον ανακουφίσει, αλλά με ποιο τρόπο! Το πρωί από την εξάντληση του πυρετού ήταν ένα κουρέλι. 34 χρονών παλικάρι, που έπιανε την πέτρα και έβγαζε ζουμί, αλλά να μη μπορεί να πάρει τα πόδια του.

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 1944.
Η Τούλα με το ξύπνημα πετάχτηκε στην αυλή. Η μάντρα υψηλή, η πόρτα ξύλινη αμπαρωμένη δεν έδινε ορατότητα στο σοκάκι. Η μικρή ακούει έναν ασυνήθιστο θόρυβο, ένας βόμβος, μια οχλαβοή, βήματα από πάρα πολλά πόδια. Παραξενεμένη ανοίγει την πόρτα και τι να δει! Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού κάθε ηλικίας άνδρες γυναίκες, μερικοί κρατώντας κάποια πράγματα μαζί τους, με το φόβο και την αγωνία στα πρόσωπά τους περνούσαν, περνούσαν και έφευγαν προς το μονοπάτι, προς το βουνό. Ρωτάει "Που πάτε, που φεύγετε;". Δεν έμοιαζε αυτό το πέρασμα όπως κάθε πρωί που πήγαιναν οι άνθρωποι στις δουλειές τους, αυτό ήταν αλλιώτικο, σαν κυνηγημένοι, σαν να τους απειλούσε κάτι. Κάποια γυναίκα απάντησε "Πες τη μαμά και του μπαμπά σου, ο πρόεδρος έδωσε διαταγή σε 2 ώρες ν'αδειάσουμε το χωριό γιατί θα γίνει μακελειό". Το παιδί τρέχει μέσα φωνάζοντας αυτά που άκουσε, ο πατέρας εξαντλημένος δεν είπε τίποτα, μόνο σηκώθηκε αμέσως περπατώντας και έδωσε νόημα να ξεκινήσει η οικογένεια, δεν ξαφνιάστηκε, ήταν σαν να το περίμενε.
Η μητέρα ξύπνησε τα μωρά, έριξε σ'ένα σακί δυο πλαστά ψωμιά και ξεκίνησαν. Ενώθηκαν με την πορεία των συγχωριανών και προχωρούσαν αμίλητοι. Σε κάποια στροφή του μονοπατιού πάνω από την Αγία Παρασκευή δυο νέοι ντυμένοι με ωραία κοστούμια και γραβάτα προσπαθούσαν με λόγια καθησυχαστικά να πείσουν τον κόσμο να γυρίσει πίσω. "Πατριώτες, μη φοβάστε, δεν θα πάθετε τίποτα, γυρίστε στα σπίτια σας".  Οι άνθρωποι είχαν στο νου τους μόνο τα λόγια του προέδρου "σε 2 ώρες χριστιανοί αδειάστε το χωριό, κρυφτείτε όπου μπορείτε, θα γίνει μεγάλο μακελειό", προχωρούσαν προς το βουνό, να κρυφτούν, να σωθούν, να σώσουν τα παιδιά τους, οι Γερμανοί δεν γνωρίζουν τα μονοπάτια και τα κατατόπια του βουνού, δύσκολα θα τους βρουν, είναι η μόνη ελπίδα σωτηρίας.
Να όμως που οι καταπατητές δεν ήταν μόνοι, είχαν μαζί τους Έλληνες συνεργάτες, είχαν τους λεγόμενους τότε ταγματασφαλίτες και τους βρήκαν μια χαρά!
Η διαταγή ήταν "πέτρα πάνω στην πέτρα, ούτε γάτα ζωντανή". Το χωριό, κάηκε και καταστράφηκε συθέμελα.
Όσοι κάτοικοι δεν πρόλαβαν να φύγουν ή άλλοι νιώθοντας αθώοι, έμειναν στα σπίτια τους. Σαν λυσσασμένα σκυλιά έπεσαν πάνω τους, τους μάζεψαν στην αυλή του προέδρου. Εκεί τους κράτησαν αρκετή ώρα υποβάλλοντάς τους σε γυμναστική ώσπου να τους εξαντλήσουν. Εν τω μεταξύ ο Πρόεδρος βγήκε στο μπαλκόνι να τους μιλήσει φιλικά σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει τους ανθρώπους και το χωριό. Η απάντησή τους ήταν, να του αδειάσουν το όπλο στο χέρι του. Αιμόφυρτο τον κατέβασαν κάτω μαζί με την οικογένεια, τη μητέρα του 80 ετών, τη σύζυγο και τα δυο του παιδιά. Κατάχλομος από το αίμα που έχανε, θέλησε η γυναίκα του να του φέρει μια καρέκλα να καθίσει. Αγριεμένες φωνές "όχι, όρθιο το σκυλί" στα Ελληνικά.
Αφού λοιπόν τους κούρασαν με τη γυμναστική, τους έβαλαν στη σειρά και τους οδήγησαν στο φούρνο του Γκουραμάνη, τους στρίμωξαν επάνω στο ζυμωτήρι, καναδυό έπαθαν ασφυξία (τυχεροί!).
Μια γυναίκα κατάφερε να πηδήξει από το μικρό παράθυρο και να ξεφύγει. Εν τω μεταξύ οι Δήμιοι άναψαν τον φούρνο, τον πυράκτωσαν καλά κι άρχισε το ψήσιμο των αθώων ανθρώπων, με πρώτους βέβαια την οικογένεια του προέδρου. Κατόπιν την οικογένεια του Γκουραμάνη. Όποιος βρεθεί σήμερα στον Χορτιάτη και σταθεί μπροστά στο μνημείο του ολοκαυτώματος, θα κουραστεί να διαβάζει το όνομα αυτό. Πάνω από 25 φορές θα δει γραμμένο Γκουραμάνης-Γκουραμάνη, ανδρικό γυναικείο παιδικό. Ολοσχερές ξεκλήρισμα της οικογένειας αυτής και των συγγενών, θα μπορέσει ο επισκέπτης αν δεν του λυγίσουν τα γόνατα, να διαβάσει μέχρι και: Γκουραμάνη ... ετών (1) ένα (Βρέφος, αβάπτιστο).
Το μακάβριο έργο στο φούρνο τελειώνει με τον εξής τρόπο: ρίχνουν μια σκόνη και μια σφαίρα, η σκόνη ανάβει, οι στοιβαγμένοι άνθρωποι τυλίγονται στις φλόγες και σε λίγο τα ερείπια του φούρνου τους σκεπάζουν σ'έναν ομαδικό τάφο.
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
[συνεχίζεται]
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

Αν κάποιος κατάφερε να το διαβάσει, ξέρω ότι τον κούρασα και τον ψυχοπλάκωσα απίστευτα!! Στην επιθυμία του καθενός απλά να αγνοήσει αυτές τις αναρτήσεις..


********************************************************************************
Η συνέχεια στις αναρτήσεις:
1944, Χορτιάτης.. _2_
1944, Χορτιάτης.. _3_
1944, Χορτιάτης.. _4_

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

Βραβείο για mini εξομολόγηση..

Πολύ βραβείο στη γειτονιά βρε παιδί μου!!!
Το σημερινό βραβείο μου αρέσει περισσότερο απ' όλα, γιατί διαβάζοντας τις αναρτήσεις σας μαθαίνω λίγο πιο συγκεκριμένα πράγματα για την καθεμιά.. και προσπαθώ έτσι να καταλάβω τους χαρακτήρες σας διαβάζοντας 'πίσω' από τις λέξεις..


Οι υποχρεώσεις μου:
**********************************************************************
Α. Να ευχαριστήσω το άτομο που μου χάρισε το βραβείο.. φαντάζομαι πως δεν χρειαζόταν αυτός ο κανόνας.. είναι δυνατόν να μη πω ευχαριστώ πολύ πολύ πολύ στην γλυκιά μου Αγαθή!!

**********************************************************************
Β. Να πω 7 πράγματα για μένα.. στην αρχή νόμιζα πως θα με δυσκόλευε, αλλά τελικά αν θέλεις να μοιραστείς κάτι, έρχεται φυσικά.. λοιπόν:

1. Έχω εξαιρετική σχέση με τους γονείς και τα πολύτιμα αδέλφια μου.. πιστεύω πως το πραγματικό και ουσιώδες στήριγμα εφ' όρου ζωής είναι τα αδέλφια.. όσοι έχουμε, με τις όποιες διαφορές ή διαφωνίες, έχουμε πλεονέκτημα τύχης..

2. Κατάφερα μόνη μου να φτιάξω το δικό μου σπίτι στα 25 μου και είμαι πολύ περήφανη γι'αυτό..

3. Φοβάμαι τη χύτρα ταχύτητας και κρύβομαι πίσω από το ψυγείο για όση ώρα λειτουργεί.. άθλιο, το ξέρω..

4. Πριν 5 χρόνια, έδιωξα κάθε ψεύτικο άνθρωπο από τη ζωή μου.. ακούγεται σκληρό, αλλά κοστολογώ την ψυχική μου ηρεμία ακριβά..

5. Δύσκολα δικαιολογώ, αλλά τουλάχιστον συγχωρώ.. δεν έχει καμία απολύτως σχέση με μεγαλοψυχία και τέτοιες μπούρδες.. αντιθέτως είναι απλά εγωιστικό, γιατί ξέρω πως θα πρέπει κι εγώ με τη σειρά μου να συγχωρεθώ από άλλους για τα δικά μου λάθη.. ξέρετε.. μετά βγαίνεις και από πάνω "μα τότε εγώ σε είχα συγχωρέσει.." ;) / εξαιρείται η απιστία και κάθε είδους προδοσία!! (εξού και το ν.4 παραπάνω)

6. Πιστεύω πως όλοι θα πρέπει να συμβουλευόμαστε συχνά ψυχολόγο και μετανιώνω που δεν το τόλμησα ποτέ..

7. Δυστυχώς, δεν ζω τη δική μου ζωή σαν να μην υπάρχει αύριο.. τουλάχιστον όμως, ζω τον σύντροφο και τους φίλους μου σαν να μην τους έχω και αύριο..

**********************************************************************
Γ. Να χαρίσω το βραβείο σε άλλα 15 blogs.. ok, μέχρι εδώ καλά.. μα 15;;;;;; (!!!) χιχιιιι

Επειδή πρέπει να βγάλω το ψωμί μου και το διάλειμμα δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ ακόμη.. μάλλον δεν θα φτάσω τις 15, πάντως θα ξεκινήσω με τις νεότερες φίλες και θα προσπαθήσω να βρω και ποια κορίτσια δεν το έχουν λάβει έως σήμερα:

1. Nena
6. Thomi
8. Magda
10. Pili

Άλλωστε μπορεί να το παραλάβει όποια έχει την όρεξη και την ανάγκη να μοιραστεί λίγες σκέψεις με όλη τη γειτονιά..

**********************************************************************

Να σας πω κάτι τελευταίο;;
Σήμερα έχω γεμίσει με αισιοδοξία..
γιατί νιώθω τη διάθεση και τη δύναμη να παλέψω για να διορθώσω ό,τι χρειάζεται διόρθωμα..
όχι ότι σας έδωσα να καταλάβετε.. απλά ήθελα να το μοιραστώ!! :)

Σας φιλώ!! και Καλό Μήνα!!


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...