Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

1944, Χορτιάτης.. _3_

Συνέχεια των αναρτήσεων:


********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************

Αυτά φώναζε η ψυχή της Τούλας προς τον κακούργο, τα χείλη μένουν κλειστά, το μυαλό σταματάει, ο πανικός έχει κυριεύσει το είναι της. Από δω και πέρα μόνο το ένστικτο θα την καθοδηγεί. Το σώμα της το νιώθει νεκρό σαν της μανούλας της.
Όμως κινείται, σκύβει κι αγκαλιάζει τον Γιωργάκη, γαντζώνεται επάνω της σαν γατάκι, είναι μελανιασμένο από τον τρόμο και το κλάμα. Τρέμοντας, γλιστρώντας στην πλαγιά τον κατεβάζει στο βάθος της χαράδρας. "Κάτσε εδώ Γιωργάκη, ν'ανέβω να πάρω και το μωρό μας." Το σπαραχτικό του κλάμα δυναμώνει, γαντζώνεται ακόμα πιο πολύ επάνω της, με μια δύναμη αφύσικη στη φωνή τρίχρονου παιδιού. "Μη μ'αφήνεις, μη μ'αφήνειειειειειεις!!!" Είναι αδύνατο να το ησυχάσει, με τι τρόπο άλλωστε, τον ίδιο πανικό έχει κι εκείνη, γιατί καταλαβαίνει με το ένστικτο πως από δω και πέρα είναι γι'αυτά τα δυο μικρά, ο πατέρας, η μάνα, η οικογένεια που χάθηκε για πάντα, κείτονται νεκροί, άψυχοι εκεί πάνω, όπου το άλλο μωρό σπαράζει στο κλάμα, του κόβεται η ανάσα απ'τα αναφιλητά, πεσμένο κάτω δίπλα στη νεκρή μάνα, μόνο, βλέποντας τ'αδέλφια του να φεύγουν από κοντά του, νιώθει αν και μωρό ότι το αφήνουν μόνο κοντά στο φονιά που στέκει ακόμα εκεί με το όπλο προτεταμένο, παρακολουθώντας τρία μικρά, που τα χέρια του ορφάνεψαν, να ξεκινούν το δρόμο για το Γολγοθά της ζωής τους.
Με μια ύστατη προσπάθεια πιάνει τα χεράκια του, τα ξεκολλάει από πάνω της και σκαρφαλώνει πάλι στην πλαγιά να φθάσει επάνω να πάρει στην αγκαλιά της τον μικρό Αλέκο που εξακολουθεί να πνίγεται στο κλάμα και ησυχάζει κάπως όταν νιώθει τα χέρια της να το σηκώνουν από κάτω και να το κλείνουν στην αγκαλιά.
Ώσπου να φτάσει όμως επάνω, το άλλο κάτω πνιγόταν στο κλάμα και ησύχασε κι αυτό κάπως όταν έφθασε κοντά του, τον έπιασε απ'το χεράκι και ξεκίνησαν, τρία μικρά, πεντάρφανα, ολομόναχα, για που; Ποιος ξέρει; Σε ποιες περιπέτειες άραγε θα μπουν; Τι τα περιμένει από δω και πέρα;!
Σαν υπνωτισμένη προχωράει με τα μικρά, υπακούοντας, τι ειρωνεία! Στη συμβουλή του φονιά "πάρε τ'αδελφάκια σου και πήγαινε σπίτι σου." Περνάει τον ίδιο δρόμο που πριν λίγες ώρες είχε περάσει με τους γονείς, τους συγγενείς και όλους τους συγχωριανούς στο φευγιό για τη σωτηρία.
Ο δρόμος είναι έρημος, ψυχή δεν υπάρχει γύρω. Ο ήλιος στα μεσούρανα, ντάλα μεσημέρι, στην ατμόσφαιρα πλανάται μια αίσθηση νέκρας, φύλλο δεν κουνιέται, η φύση κρατάει την ανάσα της, απορημένη, ίσως συγκλονισμένη για τη φρίκη που διαδραματίζεται εμπρός της.
Προχωράει στο μονοπάτι προς το χωριό, σε λίγο εμφανίζονται τα πρώτα σπίτια, βλέπει δυο από αυτά τυλιγμένα στις φλόγες, τα κεραμίδια πετιούνται ψηλά στον αέρα και ξεπροβάλλουν από μέσα τεράστιες γλώσσες φωτιάς. Προχωράει ακόμα, έχοντας μια αμυδρή ελπίδα να φθάσει στο σπίτι όπου θα βρει τη γιαγιά να της πει τα μαντάτα. Πίστευε πως η γιαγιά ήταν στο σπίτι όπου φύλαγε το σιτάρι και το καλαμπόκι.
Ξάφνου, ενώ βάδιζε στα ίσια, κάτι την έσπρωξε να γυρίσει το κεφάλι δεξιά, κάτω από τα πρώτα σπίτια ξεπρόβαλε ο δρόμος που ανεβαίνει από την Αγία Παρασκευή προς το χωριό. Βλέπει λοιπόν ν'ανηφορίζουν δυο άντρες, ντυμένοι στρατιώτες με δίκοχο στο κεφάλι, όμοιοι μ'αυτόν που πριν λίγο σκότωσε τους ανθρώπους της, στον ένα ώμο είχαν το όπλο με την ξιφολόγχη και στον άλλον είχαν από μια κουβέρτα μεταξωτή, κίτρινη η μία και ροζ η άλλη. Επιδόθηκαν δηλαδή οι κύριοι ταγματασφαλίτες και σε πλιάτσικο, αρπάζοντας τα προικιά των κοριτσιών που με κόπο και νυχτέρια ύφαιναν στον αργαλειό.
Στη θέα των δύο αυτών ανδρών γίνεται μέσα της συναγερμός, σε κλάσμα δευτερολέπτου ξυπνάει μέσα της το ένστικτο του μικρού αγριμιού που νιώθει τον κίνδυνο να το απειλεί. Το μυαλουδάκι της είναι θολωμένο, δεν λειτουργεί, δεν σκέφτεται, κινείται μηχανικά, στρέφει δεξιά και κατρακυλάει έναν μικρό κατήγορο μπροστά της πανικόβλητη. "Τρέχα Γιωργάκη!!", το μωρό το έχει αγκαλιά.
Τι έγινε; Ποια Θεία Πρόνοια, ποια δύναμη την έσπρωξε; Γιατί, το ένιωσε, ένα χέρι, μια ανοιχτή παλάμη ακούμπησε στην πλάτη της και την έσπρωξε δυνατά. Να ήταν ο αέρας, μα όχι είπαμε η φύση κρατούσε την ανάσα της, νεκρική σιγή παντού και ερημιά.
Λένε!! Πως τα μικρά παιδιά έχουν τον καλό τους άγγελο που τα φυλάει, και προπαντός τρία μικρά ανυπεράσπιστα, πεντάρφανα, τρομαγμένα, ίσως η Θεία Πρόνοια τα προστάτευε, ίσως η Αγία Παρασκευή που τα έβλεπε απ'το εκκλησάκι της και ίσως, Αυτός, που από κει ψηλά βλέπει τα πάντα και είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, αποφάσισε ότι αυτά τα τρία μικρά πρέπει να ζήσουν, για ποιο λόγο; Εκείνος γνωρίζει!
Και σήμερα ακόμη η Τούλα που θυμάται τα πάντα, νιώθει στην πλάτη της αυτή την παλάμη, να 'ναι της φαντασίας της; Να 'ναι γεγονός; Ποιος ξέρει;!
[εδώ αξίζει να σημειώσω πως, στην πλάτη της θείας μου, υπάρχει ένα σημάδι από κάψιμο στο σχήμα μιας παλάμης.. απλά το σημειώνω.. ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα..]


Ροβολώντας λοιπόν τον κατήφορο, υψώθηκαν τα σπίτια κι έτσι έκρυψαν τα παιδιά από τα μάτια των κακούργων. Απ'αυτή τη στιγμή η σκέψη του σπιτιού είχε σβήσει απ'το μυαλό της μικρής, δεν θα το ξαναθυμηθεί ποτέ πια από δω και πέρα, χώνεται ανάμεσα στα σπίτια και με λαχτάρα κατευθύνεται προς το σπίτι της θείας Δενώρας ακριβώς απέναντι απ'το εκκλησάκι. Νομίζει πως θα βρει αυτή τη θεία εκεί για να της πει τι τους συνέβη, να της πει ότι τη μαμά και τον μπαμπά και όλους τους άλλους τους σκότωσαν. Νιώθει πολύ βάρος μέσα της, την πνίγει ο λυγμός αλλά δεν μπορεί να κλάψει, ο φόβος, η τρομάρα, η αίσθηση ότι είναι πια ολομόναχα και ότι ο κίνδυνος τα κυκλώνει ολόγυρα δεν της δίνουν περιθώριο για δάκρυα.
Ποια η απογοήτευσή της όμως, όταν φθάνοντας εκεί δεν βρίσκει κανέναν. Μη γνωρίζοντας τι συνέβαινε μέσα στο χωριό απόρησε. Η ψυχή της γεμίζει τρόμο και απογοήτευση. Βγαίνει στην πίσω αυλή, κάθεται κάτω από ένα δέντρο έχοντας τα μικρά δεξιά και αριστερά της. Χαμένη σ'ένα πέλαγος απελπισίας, βυθισμένη σε μαύρες σκέψεις, που να βρει βοήθεια; προστασία; Ένας κόμπος της δένει το λαιμό, ανεβαίνει μέσα της και την πνίγει το παράπονο του παιδιού, που μόνο η μητρική παρουσία και αγκαλιά μπορεί να γλυκάνει. Η αίσθηση της απόλυτης εγκατάλειψης, της απόλυτης μοναξιάς, βαραίνει τόσο πολύ μέσα της που τη βουλιάζει σε απύθμενο βάραθρο, πριν λίγες ώρες ζούσε μέσα σε επταμελή οικογένεια και τώρα η ερημιά την τυλίγει. Φουσκώνει η ψυχή κι επιτέλους αναβλύζουν τα δάκρυα, τρέχουν βουβά, δεν ανακουφίζουν όμως, που είναι τα στοργικά χέρια της μητέρας να τα στεγνώσουν;
Τα μικρά την τραβούν με τα χεράκια τους, κλαίνε, ζητάνε τη μαμά, ταλαιπωρημένα κι αυτά, πεινούν, διψούν. "Μαμ, μαμά, μαμ", το ένα. "Μαμάααα! Μαμάααα!", το άλλο.
"Πάψτε πια!! Δεν έχει μαμά, τη σκότωσαν τη μαμά!"
Σπαρακτική η κραυγή βγήκε γεμάτη απελπισία, γεμάτη λυγμούς, τρομάζουν τα μικρά και το κλάμα δυναμώνει. Ο πόνος ξεχειλίζει πια, ξεσπάσει και η Τούλα. "Δεν έχει μαμά, δεν έχει μαμά!", λέει και ξαναλέει απελπισμένη.


Στο αποκορύφωμα αυτής της απόλυτης απελπισίας, τα μάτια της πέφτουν στο μονοπάτι πάνω, που πριν λίγο πέρασε και βλέπει κάτι που της δίνει ελπίδα στην καρδιά. Μοιάζει σαν όαση, βλέπει δυο γυναίκες να προχωρούν προς το βουνό για να σωθούν. Ακριβώς πίσω τους βλέπει τη γιαγιά της να προχωράει μαζί τους, έβλεπε το πίσω μέρος, ολόκληρη τη γιαγιά, από την πλάτη, ολοζώντανη, όπως ήταν το πρωί, με το τσεμπέρι στο κεφάλι, τη φούστα και την ποδιά ζωσμένη στη μέση, προχωρούσε πίσω τους λες και δεν πατούσε κάτω, σαν να την κρατούσαν δυο αόρατα χέρια και τη σήκωναν μια πιθαμή ψηλότερα από το έδαφος. Λαχτάρησε η καρδιά της μικρής, άρχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη. "Γιαγιάααα! Γιαγιάααα!" Μα η απόσταση αρκετή, πως ν'ακούσουν τη φωνή ενός μικρού παιδιού. Αρπάζει τα παιδιά, ανεβαίνουν τον ανήφορο, τρέχουν να προλάβουν τη γιαγιά.
Ακόμη μέχρι σήμερα, επί τόσα χρόνια η Τούλα αναρωτιέται πως μπόρεσε, με τα μικρά της ποδαράκια, με 22 μηνών μωρό στην αγκαλιά, με το τρίχρονο αδελφάκι να την κρατάει απ'το φουστανάκι, πως μπόρεσε να φθάσει τις γυναίκες! Γιαγιά όμως, δεν υπήρχε μαζί τους. Τι έγινε λοιπόν; Αφού την είδε ολοζώντανη να βαδίζει με τις γυναίκες, οι γυναίκες υπαρκτές, η γιαγιά ανύπαρκτη. Όποιος θέλει ας βγάλει τα συμπεράσματά του, ανάλογα με την πίστη ή τις απορίες του!
Το ότι βρέθηκε κοντά σε δυο ανθρώπους ζωντανούς έπειτα από τόσα πτώματα, μόνο όποιος έζησε παρόμοια κατάσταση μπορεί να καταλάβει τι σήμαινε για τα τρία ορφανά. "Που πηγαίνετε; Πάρτε μας κι εμάς. Τη μαμά μου και τον μπαμπά μου τους σκότωσαν. Δεν ξέρω που να πάω. Πάρτε μας κι εμάς. Δεν ξέρω που να πάω!" Με όση δύναμη της έδινε η απελπισία, έτρεχε πίσω τους και παρακαλούσε, δεν της έδωσαν σημασία, συνέχισε να κλαψουρίζει και να παρακαλάει. Η μια γυναίκα ρίχνει πάνω από τον ώμο της μια φευγαλέα ματιά. "Άσε μας βρε κοριτσάκι μου κι εσύ τώρα!" Τάχυναν το τρέξιμο περισσότερο, πανικόβλητες κι αυτές και σιγά σιγά απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ απ' τα παιδιά. Η μικρή δεν μπορούσε να τους φτάσει.
Σε τέτοιες στιγμές, η λογική του νου είναι πολυτέλεια, όταν τις θυμάται η Τούλα και φέρνει στη μνήμη αυτή τη σκηνή, δεν τις κακίζει, δεν τις κατηγορεί. Νιώθει τον πανικό τους, τον τρόμο τους, την αγωνία τους ν'απομακρυνθούν όσο γίνεται από τον κίνδυνο, από τον θάνατο που μόλις ξέφυγαν. Είναι η στιγμή του... "Σώσον εαυτόν σωθείτω."
Χρόνια πολλά μετά, έμαθε η Τούλα ότι η μια από τις δυο γυναίκες ήταν αυτή που πήδηξε από το παράθυρο του ζυμωτηρίου όπου τους είχαν στοιβάξει, για να τους κάψουν. Έμαθε επίσης πως μέσα στο βουνό, βρέθηκε αρκετά μακριά από τον χάρο, ησυχασμένη κάπως, συνάντησε κάποιους συγχωριανούς και κλαίγοντας ανέφερε το περιστατικό. "Είδα τα μικρά του Βασίλη και της Μαρίας, αλλά δεν έκανα τίποτα, δεν καλοκατάλαβα, η τρομάρα μου ήταν τέτοια που δεν άκουγα καν τι έλεγε η μικρή, λυπάμαι που δεν κατάλαβα." Αν ζει σήμερα, θα 'ναι πολύ γριούλα, θα 'θελε η Τούλα να τη δει να την αγκαλιάσει και να της πει ότι τη νιώθει.
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
[συνεχίζεται]
... ... ... ... ... ...
... ... ... ... ... ...
********************************************************************************
Απόσπασμα από το βιβλίο "Στην Πυροστιά του Πολέμου".
********************************************************************************



Η συνέχεια στις αναρτήσεις:
1944, Χορτιάτης.. _4_

16 σχόλια:

  1. aMaryllis γεια σου!!!!διάβασα την ιστορία σου είχα διαβάσει και τις άλλες και συγκινήθηκα ακόμα μια φορά!!!τι τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι!!!! καλά κάνεις και τα γράφεις για να τα διαβάζουμε κι εμείς που δεν τα ξέραμε!!!!καλό σκ!!!περιμένω τη συνέχεια!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΠΩ ΤΙΠΟΤΑ ΜΙΑ ΣΙΩΠΗ....ΑΠΛΑ ΑΠΕΦΕΥΓΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΙΣ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΟΜΩΣ ΗΡΘΕ Η ΜΕΡΑ....ΣΙΩΠΗ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ούτε εγώ μπορώ να μιλήσω... μόνο διαβάζω και περιμένω το επόμενο!
    Έχω μπει μέσα στην ψυχή της Τούλας και ζω όλη αυτή τη φρίκη....
    Καλό Σ/Κ, κορίτσι μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. νασαι καλα..περιμενουμε..καλο σ.β...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΜΑΣ ΚΑΘΗΛΩΣΕΣ ΠΑΛΙ,ΔΕΝ ΕΧΩ ΛΟΓΙΑ.ΕΥΧΟΜΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΩΡΑ .ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ ΠΟΛΛΑ.ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλημέρα κορίτσι!! Η μνήμη είναι σπουδαίο στοιχείο μιας κοινωνίας που θέλει να πάει μπροστά... Γιατί δυστυχώς ξεχνώντας τα περασμένα, τα λάθη του παρελθόντος επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά!! Σε περιμένει κάτι στο σπιτάκι μου ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Απίστευτο...με τάραξες πραγματικά!!!Τι χρόνια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Γεια σου aMaryliss:)
    Σε ευχαριστούμε για την επίσκεψή σου και χαιρόμαστε που γνωρίζουμε το υπέροχο σπιτάκι σου.
    Είμαι το νούμερο 100 στους followers σου (καημό το χα να είμαι το Νο 100 σε ένα blog χα χα χαα) οπότε πλέον σου εύχομαι να τους χιλιάσεις!
    Θα τα λέμε!
    Φιλιά, καλό βράδυ!

    ΥΓ Εχεις πολύ όμορφη και συνατή πένα, μπράβο σου!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Συγκλονιστική ιστορία Αμαρυλλίς!!!
    Πολύ δυνατές εικόνες, δύσκολα χρόνια...
    Καλή και δημιουργική εβδομάδα
    Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Αμαρυλλίς πέρνα μια βόλτα απο το σπιτάκι μου σου έχω μια έκπληξη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Που είσαι κοριτσάκι και χάθηκες?Ελπίζω να είναι όλα καλά.Περιμένω και την συνέχεια...έχω συγκλονιστεί...
    Μήπως ήρθε ο ταχυδρόμος...?
    Σε φιλώ γλυκά και περιμένω νέα σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Αμαρυλλίς ελπίζω όλα να πηγαίνουν προς το καλύτερο.....φιλια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Κοριτσάκι μου , πανέμορφο κείμενο μα εγώ ανησυχώ για σένα .Ελπίζω όλα να πάνε καλά γλυκιά μου και περαστικά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Τι έχεις, βρε κορίτσι μου, και χάθηκες; Βλέπω περαστικά.........
    Ό,τι και νάναι, εύχομαι να περάσει και να ξεχαστεί, γλυκιά μου!!!!!!
    Φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ .ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ;ΚΑΙΡΟ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ.ΠΕΡΝΑΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΣΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΛΛΑ ΕΣΥ ΠΟΥΘΕΝΑ.ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΧΝΑΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΔΩ ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΕΙΧΕΣ ΠΕΙ .ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΣ;ΑΝ ΝΙΩΣΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ.ΠΟΛΛΑ ΠΟΛΛΑ ΦΙΛΑΚΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...